- καθαρτικός
- -ή, -ό (ΑΜ καθαρτικός, -ή, -όν) [καθαρτής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν)φάρμακο που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την κένωση τού στομάχου και τού εντέρου ή γενικότερα την αποβολή τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιοαρχ.1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό τού σώματος με κένωση2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθαρτική (ενν. τέχνη)η τέχνη τού εξαγνισμού, τού καθαρισμού.επίρρ...καθαρτικῶς (Α)με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.